- ανακαψις
- ἀνάκαψιςἀνά-καψις-εως ἥ проглатывание, пожирание
(τινος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανάκαψις — ἀνάκαψις ( εως), η (Α) [ἀνακάπτω] κατάποση, καταβρόχθισμα, χάψιμο … Dictionary of Greek
ἀνακάψεις — ἀνάκαψις gulping down fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάκαψις gulping down fem nom/acc pl (attic) ἀνακάπτω gulp down aor subj act 2nd sg (epic) ἀνακάπτω gulp down fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακάπτω — ἀνακάπτω (Α) καταβροχθίζω, χάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κάπτω «χάφτω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκαψις] … Dictionary of Greek